Recents in Bollywood Movies

Header Ads

ΠΩΣ ΓΙΝΟΝΤΑΝ Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΠΡΙΝ ΚΑΠΟΙΕΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ.

Από το βιβλίο του Παναγιώτη Ριζόπουλου “Οι ρίζες μας”

Ο γάμος στο χωριό ήταν το μεγαλύτερο κοσμικό γεγονός και γινόταν με εντυπωσιακό τρόπο και ως προς την διαδικασία και ως προς την συμμετοχή του κόσμου.

Ο κουμπάρος, «νούνος» , είχε το γενικό πρόσταγμα. Ήταν το πρώτο πρόσωπο της ημέρας, που φρόντιζε για όλα τα σχετικά με τον γάμο, ώστε να μείνουν όλοι όσοι συμμετείχαν ευχαριστημένοι. Ο κουμπάρο; Στεφάνωνε το νέο ζευγάρι, αυτός βάφτιζε τα παιδιά που αποκτούσαν οι νεόνυμφοι και αυτός δηλαδή τα παιδιά του στην συνέχεια θα τα στεφάνωνε. Έτσι δημιουργούνταν ένας ισχυρός δεσμός και αναπτύσσονταν σχέσεις σεβασμού και εκτιμήσεως.

Ο πατέρας του γαμπρού πολύ καιρό πριν διάλεγε τα καλύτερα σφαχτά, σφαχτάρια όπως τα έλεγαν, αρνιά, γίδια ή νεογέννητα μοσχάρια. Το ίδιο έκανε και για το σιτάρι.

Επίσης άτομα απαραίτητα για την διαδικασία του γάμου ήταν οι μπράτιμοι. Ήταν υπεύθυνοι για όλους, βοηθούσαν στα πάντα και φρόντιζαν να μην υπάρχει καμία δυσαρέσκεια. Οι μπράτιμοι ήταν δύο φίλοι του γαμπρού που επιστατούσαν σε όλα και συνόδευαν το ζευγάρι στην εκκλησία για την στέψη.

Τρία άτομα αναλάμβαναν τα σφάγια. Τα σφάζανε, τα πλένανε καλά, και τα τεμάχιζαν σε μερίδες και τα παρέδιδαν για μαγείρεμα. Μια γυναίκα αναλάμβανε το μαγείρεμα έχοντας και άλλες βοήθεια. Η γυναίκα αυτή θεωρούνταν ειδική σε αυτήν την δουλειά και την εμπιστεύονταν απόλυτα και εκείνη το είχε καύχημα της και καμάρωνε για αυτό το πόστο. Στο μαγείρεμα βοηθούσαν και τρεις άνδρες που σέρβιραν και τα φαγητά.


Από γάμο του 1963, στη μέση ο κουμπάρος πεζός και ο συγγραφέας των εθίμων γάμου

Τρία άτομα γύριζαν με τα άλογα τους ως αγγελιοφόροι να διαλαλήσουν το γεγονός του γάμου και να καλέσουν τον κόσμο. Τα΄ άλογά τους ήταν με στολισμένες σέλες και κάποιες βελέντζες-φλοκάτες και λουλούδια. Ο κάθε βαλάρης θα είχε από δύο τσότρες γεμάτες κρασί. Τσότρες ήταν ένα είδος ξύλινου αγγείου με λουριά που τις κρεμούσαν στο σαμάρι του αλόγου. Η χωρητικότητα τους ήταν περίπου δύο οκάδες. ( Οκά, ήταν οθωμανική μονάδα μέτρησης μάζας και μια οκά ισούται με 1,2829 χιλιόγραμμα. Η οκά εξακολουθούσε για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα και μετά την απελευθέρωση να χρησιμοποιείται σε όλες τις απελευθερωμένες χώρες από του Οθωμανούς )

Πέντε-έξη γυναίκες φρίντιζαν να ζυμώνουν τα ψωμιά για όλα τα γεύματα και τις κουλούρες του ρεβιθένιου ψωμιού. Τέσσερα παιδιά που είχαν και τους δύο γονείς πήγαιναν να φέρουν το νερό. Από αυτά τα 2 για τον γαμπρό και τα άλλα δύο για την νύφη.

Απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της γαμήλιας τελετής ήταν η μουσική που ήταν ολοκληρωμένη με κλαρίνο, βιολί, νταούλι , κάποιες φορές και με κορνέτα. Έπρεπε να γνωρίζουν καλά δημοτικά τραγούδια και προπάντων Ηπειρώτικα.

Την νύφη την στόλιζαν φιλενάδες της και στο σπίτι της γινόταν γλέντι, αυτό γινόταν το Σάββατο με το κουμάντο των τραπεζιών και των οργάνων της μουσικής την είχαν οι άνδρες. Αν η νύφη ήταν από άλλο χωριό, τότε ετοιμάζονταν όλα τα άλογα και τα μουλάρια του χωριού με στολισμένα τα σαμάρια με κόκκινες βελέντζες και λουλούδια.

Στα σπίτια των νεόνυμφων γινόταν συναγερμός, για να καθαρίσουν τοίχους, πατώματα, ταβάνια, να ασβεστώσουν τους καλούς οντάδες =δωμάτια. Τα χαμηλά δωμάτια τα περνούσαν το ¨ζωνάρι τοίχου¨ με κόκκινο χρώμα. Η αυλή και ο δρόμος φρόντιζαν να είναι πεντακάθαρα, σε αυτές τις δουλειές βοηθούσαν όλοι οι χωριανοί, ενωμένοι και αγαπημένοι.

Την Δευτέρα πριν του γάμου, το απόγευμα δύο παιδιά έπαιρναν παγούρια με τσίπουρο και γύριζαν σ΄όλα τα σπίτια για να καλέσουν τους χωριανούς. Έμπαιναν σε κάθε σπίτι όπου κερνούσαν τσίπουρο και έλεγαν ότι είναι καλεσμένοι στην χαρά =γάμος. Αφού γύριζαν όλο το χωριό όταν τελείωναν πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Το ίδιο γίνονταν και από την πλευρά τη νύφης.

Την Πέμπτη το βραδάκι πήγαιναν τα παιδιά κατά το βραδάκι με 2 γκιούμια = μεταλλικά δοχεία νερού, και τα γέμιζαν νερό από την βρύση ( Δεν υπήρχαν βρύσες σε κάθε σπίτι παρά μερικές σε κάποια σημεία του χωριού, ύδρευση σε κάθε σπίτι έγινε το 1963 ), το νερό που κουβαλούσαν αυτά τα δύο παιδιά το χρησιμοποιούσαν για να ετοιμάσουν τα ζυμάρια για ψωμιά και κουλούρες.

Τα παιδιά ήταν έτοιμα με τα γκιούμια-τα μεταλλικά δοχεία νερού, σε μια παρέα 8-10 άτομα μαζί τους και η μουσική ορχήστρα. Το σύνθημα της εκκινήσεως δίνονταν με έναν πυροβολισμό στον αέρα που έριχνε ο μπράτιμος για να ειδοποιήσει ότι όλα ήταν έτοιμα και μπορούσαν να αναχωρήσουν. Μόλις ξεκινούσαν για την βρύση, άρχιζαν τα τραγούδια:
Κίνησα το δρόμο-δρόμο, το στενό το μονοπάτι
Βρίσκω μια μηλιά στο δρόμο με τα μήλα φορτωμένη.
Έσκυψα να πάρω ένα κ’ η μηλιά αντιλογιέται.
Μην το πάρεις μην τα’ αφήσεις κλπ.
Τραγουδούσαν σιγά -σιγά και η μουσική έπαιζε απαλά με την λενταση που τραγουδούσε η παρέα. Πήγαιναν στην βρύση έπαιρναν το νερό και τραγουδώντας το έφερναν στο σπίτι. Οι γυναίκες το περίμεναν για να πιάσουν τα προζύμια. Ετοίμαζαν τα ζυμάρια για δυό, τρεις φουρνιές ψωμιά, τα καρβέλια φτιάχνονταν για όλα τα τραπέζια όπου είχαν καλεσμένο όλο το χωριό αλλά και από άλλα χωριά όπου είχαν φίλους και συγγενείς.

Εκτός από το ψωμί ετοίμαζαν και την μαγιά για το ρεβυθένιο ψωμί και για τις κουλούρες που ήταν μια για τον κουμπάρο, μια για το σπίτι, μια έσπαζαν στο Αλώνι, όταν έβγαιναν με τα στέφανα, στο «πηγάδι», όπως έλεγαν το μεγάλο χορό της νύφης και την μοίραζαν σ’ όλο τον κόσμο.

Όταν ετοίμαζαν την ζύμη για τις κουλούρες, μια μεγάλη την έφτιαχναν σε ένα ταψί, την κουλούρα της νύφης. Η ζυμώτρια έβαζε το ταψί στο κεφάλι της και όλες οι άλλες γυναίκες μαζί στον κύκλο χόρευαν και η μουσική έπαιζε το τραγούδι που επέλεγαν οι γυναίκες. Ένα από αυτά:
Κυριεμ’ και ποιος του κάνει του
Νιόγαμπρου τη χάρη
Με μούστον με σταφύλι
Με την καρδιά στα χείλη

πηγή φωτογραφίας: argolikeseidiseis.blogspot.gr/

Στον κύκλο του χορού έμπαινε και η μάνα του Γαμπρού χαρούμενη και τότε κατέβαζαν την κουλούρα στο τραπέζι που ήταν στο κέντρο. Η μάνα του γαμπρού έβαζε κέρματα και απεύθυνε ευχές σε όλες τις γυναίκες.

Όταν ήταν έτοιμες οι κουλούρες τις έψηναν στο φούρνο. Οι φούρνοι ήταν συνεχώς αναμμένοι και έτοιμοι για ψήσιμο. Όταν ξεφούρνιζαν, όλη η γειτονιά μοσχοβολούσε φρεσκοψημένο ψωμί .

Ο κουμπάρος προσκαλούνταν ξεχωριστά και πιο επίσημα από τους δύο μπράτιμους με συνοδεία 6-8 ατόμων, με τσότρες (δοχεία) γεμάτες κρασί, με ορχήστρα που έπαιζε και μια γυναίκα βαστούσε την κουλούρα πήγαιναν στο σπίτι του κουμπάρου, όπου κάθονταν καμιά ώρα με τραγούδια και μουσική κατόπιν γύριζαν στο σπίτι του γαμπρού.

Εκεί ετοίμαζαν το μπαϊράκι, την σημαία με τον σταυρό, το περνούσαν στο κοντάρι , το στόλιζαν με βασιλικό και άλλα λουλούδια και το έστηναν στο μπαλκόνι. Την ώρα που έστηναν το μπαϊράκι τα όργανα έπαιζαν. Δύο σκαριάτες (αυτοί που μετέφεραν τα νέα τα ευχάριστα), ή η αδερφή ή θεία του γαμπρού μαζί με τέσσερα πέντε άτομα και τα όργανα πήγαιναν να καλέσουν τη νύφη.

Η θεία έπαιρνε την κανέστρα, όπου έβαζαν τα δώρα της νύφης μέσα στην μαλάθα (κάτι σαν καλάθι ψάθινο): κουλούρα, χτένα, καθρεφτάκι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκια και μια τσότρα κρασί. Μετά πήγαιναν στο σπίτι της νύφης όπου τους έστρωναν τραπέζι με μεζέδες και κρασί. Αφού γλεντούσαν για λίγη ώρα, φεύγοντας τους έδιναν τη μαλάθα με τα δώρα, κάλτσες για τους στενούς συγγενείς και για όσους ήταν εκεί, για δε τον γαμπρό ιδιαίτερες κάλτσες κεντημένες, «πατούνες», στολισμένες με ρύζι και λουλούδια και μια τσότρα κρασί. Η νύφη ήταν κλεισμένη σε ένα δωμάτιο δεν εμφανίζονταν και δεν την έβλεπε κανείς παρά μόνο οι στενοί δικοί της. Όταν επέστρεφαν στο σπίτι είχαν αρχίσει οι καλεσμένοι από άλλα χωριά να έρχονται για τη χαρά όπως επίσης αποκαλούνταν ο γάμος. Το Σάββατο το πρωί έστελναν τα παιδιά να προσκαλέσουν όλο το χωριό για το βράδυ στο τραπέζι για το γλέντι και χορό. Οι καλεσμένοι έρχονταν με τα δώρα τους. Τα τραπέζια ήταν στρωμένα σε όλα τα δωμάτια πλουσιότατα σε κρέατα, τυριά, σαλάτες, κρασιά, φρούτα και ό,τι άλλο σχετικό μπορούσαν να προμηθευτούν. Το γλέντι κρατούσε μέχρι τα ξημερώματα. Οι μπράτιμοι και οι σκαριάτες δεν σταματούσαν, ήταν συνέχεια στο πόδι και νοιάζονταν να ευχαριστήσουν όλους. Κάπου-κάπου σταματούσαν τα όργανα και οι πιο μεγάλες γυναίκες και άνδρες τραγουδούσαν ηπειρώτικα επιτραπέζια τραγούδια.


Την Κυριακή όλοι ήταν έτοιμοι και το άλογο για τον γαμπρό ετοιμάζονταν με κόκκινη βελέντζα, φλοκάτη και το στόλιζαν με βασιλικό, με λουλούδια και άλλα στολίδια όπου δεν έλειπαν και οι τσότρες, δοχεία κρασιού. Την ώρα που ο κουμπάρος ξύριζε τον γαμπρό τα όργανα συνόδευαν με χαμηλούς τόνους.

Όταν όλα ήταν έτοιμα και πλησίαζε η ώρα για την στέψη, ο γαμπρός ανέβαινε στο άλογο, το ίδιο και ο κουμπάρος στο δικό του, οι σκαριάτες (αυτοί που έπαιρναν τα συχαρίκια-σκαρίκια, δηλαδή διεύρυναν τα καλά νέα) στα δικά τους άλογα. Ένα νεαρός έπαιρνε το μπαϊράκι του και έβγαινε στο δρόμο. Ο κουμπάρος έδινε ένα κόκκινο μήλο στον γαμπρό, του το έβαζε στην τσέπη μαζί με κέρματα χωμένα στο μήλο. Ο κουμπάρος έδινε το σύνθημα και έπεφτε ένας πυροβολισμός, σημάδι εκκινήσεως, αμέσως άρχιζαν τα όργανα να παίζουν χαρούμενους σκοπούς και τραγούδια.

Η πομπή είχε μπροστά τους σκαριάτες με το μπαϊράκι , την κουμπάρα με ένα καλάθι, (μαλάθα στην ντοπιολαλιά) που είχε το ρύζι, τα κουφέτα,, λίγο κριθάρι ένα ζευγάρι παπούτσια για την νύφη, τα οποία της τα φορούσε ο κουμπάρος, και λίγα λουλούδια. Πριν φτάσουν στο σπίτι της νύφης και σε μικρή απόσταση, έφευγαν οι σκαριάτες μπροστά καιν πήγαιναν πρώτοι, τους περίμεναν οι συμπέθεροι στην αυλή, τους έδιναν μια τσιότρα (ξύλινο μεγάλο παγούρι, λέγονταν και μπούκλα) κρασί για να τους καλωσορίσουν, απηύθυναν ευχές και αντάλλαζαν τσιότρες με κρασί.


πηγή φωτογραφίας: argolikeseidiseis.blogspot.gr/

Πρώτος τους υποδέχονταν ο πατέρας της νύφης, έβγαιναν κορίτσια και πήγαιναν στους σκαριάτες για να δέσουν τα καπίστρια των αλόγων από ένα άσπρο μαντήλι. Αντάλλασαν ευχές και αλληλοκερνιούνταν. Οι σκαριάτες γύριζαν πίσω αντάμωναν τους άλλους, ακούγονταν πυροβολισμός και οι σκαριάτες τους έλεγαν ότι όλα είναι καλά. Τότε όλοι μαζί προχωρούσαν και έφταναν στο σπίτι της νύφης. Πρώτος πήγαινε ο νέος που είχε το μπαϊράκι και το έστηνε στο μπαλκόνι να κυμματίζει.

Ο γαμπρός σταματούσε μπροστά από το σπίτι, στερεώνονταν στα ζυγκιά (όπου στερέωναν τα πόδια τους οι καβαλάρηδες ενώ ήσαν πάνω στο άλογο), σηκώνονταν όρθιος, έβγαζε το μήλο που του είχε δώσει ο κουμπάρος και το πετoύσε πάνω από την σκεπή του σπιτιού για να πάει στην πίσω μεριά του. Τότε έτρεχαν όλα τα παιδιά να πάρουν το μήλο. Ενώ τα όργανα έπαιζαν συνεχώς και κάποια στιγμή ακούγονταν χειροκροτήματα και ένας πυροβολισμός και αυτόματα σταματούσαν όλα. Τότε έβγαινε της νύφης η θεία κρατώντας στην αγκαλιά ένα μωρό ενός χρόνου. Ο γαμπρός εξακολουθούσε να ήταν καβάλα στο άλογο. Η θεία έδινε το μωρό στον γαμπρό, ο γαμπρός φιλούσε το μωρό, το σήκωνε τρεις φορές προς τα πάνω και το έδινε στην θεία. Μετά κατέβαινε ο γαμπρός από το άλογο και όλοι, γαμπρός, κουμπάρος, κουμπάρα, μπράτιμοι έμπαιναν στο σπίτι.

Στο μεταξύ έξω στην αυλή και στο αλώνι άναβε το γλέντι και όλος ο κόσμος χόρευε. Ο κουμπάρος και η κουμπάρα έμπαιναν στο δωμάτιο της νύφης για να της φορέσουν τα παπούτσια. Τότε έρχονταν ο μπράτιμος της νύφης και απαιτούσε από τον κουμπάρο να «τάξει» , δηλαδή να πληρώσει, και μέσα σε αστεϊσμούς και γέλια, ο κουμπάρος έδινε στον μπράτιμο χρήματα ως δώρα.

Μέσα στο σπίτι ακούγονταν διάφορα γαμοτράγουδα, μετά τα τραγούδια ο πατέρας και η μάνα αποχαιρετούσαν τη νύφη, ενώ όλοι οι δικοί της δώριζαν μαντήλια στους σκαριάτες και στους μπράτιμους.


πηγή φωτογραφίας: argolikeseidiseis.blogspot.gr/

Τον γαμπρό τον δώριζαν ζωνάρι και μαντήλια, τον χαιρετούσαν όλοι και ετοιμάζονταν για την εκκλησία. Ταυτόχρονα σε δύο μουλάρια φόρτωναν την προίκα και την πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού. Ο νεαρός έπαιρνε το μπαϊράκι και βάδιζε πρώτος για την εκκλησία. Ξεκινούσαν όλοι με τα πόδια για την εκκλησία, η κουμπάρα κρατώντας μια κανέστρα = κάνιστρο με τα στεφάνια, το ρύζι ανακατεμένο με κριθάρι και κουφέτα.

Μετά την στέψη πήγαιναν στο σπίτι του γαμπρού τραγουδώντας σε όλο τον δρόμο και η κουμπάρα έριχνε το ρύζι και το κριθάρι από την κανέστρα.

Όταν έφταναν στο σπίτι η μάνα του γαμπρού περίμενε στην πόρτα, μόλις έφτανε η νύφη, την χαιρετούσε και την φυλούσε. Η νύφη της φυλούσε το χέρι και η πεθερά της έδινε δύο τουλούπες άσπρο μαλλί, βούτυρο και μέλι, έπαιρνε λίγο βούτυρο στο δάχτυλο και έκανε τρεις σταυρούς πάνω στην πόρτα, στην κάσα της πόρτας. Το μαλλί συμβόλιζε την μακροζωία, το βούτυρο και το μέλι την υγεία, την αγάπη και την πρόοδο. Η νύφη χαιρετούσε όλους σε όλα τα δωμάτια συνοδευόμενη από τον μπράτιμο. Μετά πήγαινε στο δωμάτιο και κάθονταν δίπλα στον γαμπρό, κουμπάρο και γονείς.

Μετά άρχιζαν το φαγητό και τα ποτά. Μετά το φαγητό άρχιζαν τα επιτραπέζια τραγούδια με την βοήθεια της ορχήστρας. Μετά από κάποια ώρα σταματούσαν τα επιτραπέζια τραγούδια και τα όργανα, σηκώνονταν ο κουμπάρος και έδινε ευχές σε όλους και φώναζε «να βγάλουμε τη νύφη στο πηγάδι» . Εννοούσε ότι θα οδηγήσουν τη νύφη στο μεγάλο χορό. Προτού αρχίσει ο χορός έσπαζαν την μεγάλη κουλούρα και την μοίραζαν σ’ όλους τους συμμετέχοντες.

Πρώτος άρχιζε τον χορό ο κουμπάρος. Έμπαινε μπροστά ο μπράτιμος και έδινε το μπαϊράκι στον κουμπάρο. Άρχιζε ο χορός κρατώντας στο χέρι ο κουμπάρος το μπαϊράκι. Ο χορός άρχιζε με το τραγούδι που τραγουδούσαν όλοι μαζί συνοδευόμενοι από τα όργανα:
Εψές με το φεγγάρι
Σήμερα στο πηγάδι
Είδα μια μαυρομάτα μ΄ άρεσε να την πάρω κλπ.
Η νύφη χόρευε με τον κουμπάρο το νυφιάτικο. Μετά όλος ο κόσμος άρχισε να κερνάει στους οργανοπαίχτες για τον χορό της νύφης, αλλά και για τον χορό του γαμπρού, συνέχιζαν τα πεθερικά τον χορό με καθιερωμένα για τέτοιες περιστάσεις τραγούδια. Στην συνέχεια μετά τους χορούς του στενού συγγενικού κύκλου χόρευαν όλοι με την σειρά.

Το γλέντι κρατούσε ως αργά το βραδάκι όταν σταματούσαν τα όργανα φεύγανε όλοι σιγά – σιγά. Τα πεθερικά, συμπέθεροι, ο κουμπάρος, η νύφη και ο γαμπρός πήγαιναν στο σπίτι για να ετοιμαστούν για το μεγάλο τραπέζι το βραδινό. Όσοι ήταν καλεσμένοι για το βραδινό τραπέζι αφού είχαν πάει στο σπίτι να ετοιμαστούν γύριζαν στο σπίτι του γάμου με τα δώρα όσοι δεν τα είχαν μέχρι τότε φέρει. Τα τραπέζια ήταν και στο βραδινό με πλούσια φαγητά, κρεατικά, σαλατικά, τυριά και φρούτα, αφού έτρωγαν το έριχναν πάλι στους χορούς, κάπου – κάπου σταματούσαν τους χορούς και πιάνανε γαμοτράγουδα και επιτραπέζια.

Κατά τα μεσάνυχτα σηκώνονταν ο γαμπρός να φύγει με τρόπο υπομονετικό και έμμεσο και ξεκάθαρο έδινε το σήμα ότι το γλέντι τελείωσε, αφού έφευγαν οι καλεσμένοι έφευγε και ο κουμπάρος που τον προβόδιζαν οι συμπέθεροι, οι σκαριάδες, οι μπράτιμοι, η νύφη και ο γαμπρός.

Την ώρα εκείνη του λέγανε τραγουδιστά με την συνοδεία των οργάνων:
Κάτσε, νούνε μ’, ακόμ΄απόψε,
Έχομε αρνιά ψημένα
Και κριάρια σουβλισμένα κλπ.
Αφού έφευγε ο κουμπάρος το γλέντι συνεχίζονταν από το πολύ συγγενικό κύκλο των νεόνυμφων για πολύ λίγο.

Την Δευτέρα είχαν τα πιστρόφια, τα γυρίσματα.

Το μεσημέρι στο σπίτι του γαμπρού ετοίμαζαν γεύμα πάλι με ψητά και πίττες αλλά μόνο για τους στενούς συγγενείς. Το γλεντούσαν πάλι οι συγγενείς όλη μέρα για το καλύτερο δέσιμο μεταξύ τους και από τις δυό μεριές. Ο κουμπάρος δεν ήταν παρών. Την άλλη μέρα πήγαιναν στο σπίτι της νύφης μόνο οι σπιτικοί. Για 4-5 μέρες άφηναν το μπαϊράκι στο μπαλκόνι και το έβγαζαν μετά οπότε τελείωνε ο γάμος.

Και αυτοί έζησαν καλά αλλά εμείς κόμη καλύτερα.

https://www.evanrizo.com/pefko/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια